πρωτάρα

πρωτάρα
η
1) первородящая (о женщине); впервые дающая приплод, потомство (о самке животного); 2) см. πρωτάρης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρωτάρα" в других словарях:

  • πρωτάρα — και πρωταριά, η, Ν βλ. πρωτάρης …   Dictionary of Greek

  • πρωτάρικος — η, ο, Ν [πρωτάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωτάρη, ο χαρακτηριστικός τού πρωτάρη («πρωτάρικο φέρσιμο») 2. αυτός που γεννήθηκε από πρωτάρα («πρωτάρικο κατσίκι») 3. το ουδ. ως ουσ. το πρωτάρικο παιδί που γεννήθηκε από πρωτάρα …   Dictionary of Greek

  • πρωτάρης — ο, θηλ. πρωτάρα και πρωταριά, Ν 1. αυτός που για πρώτη φορά κάνει ή δοκιμάζει κάτι 2. (κατ επέκτ.) πρωτόπειρος, αρχάριος, αδέξιος 3. το θηλ. (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) αυτός που γεννάει για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρώτος + κατάλ. άρης* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτάρης — ο θηλ. άρα 1. αυτός που για πρώτη φορά κάνει ή δοκιμάζει κάτι, πρωτόπειρος, αρχάριος, αδέξιος, ατζαμής: Είναι πρωτάρης στη δουλειά αυτή. 2. το θηλ., πρωτάρα η πρωτόγεννη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτάρικος — η, ο αυτός που γεννήθηκε από πρωτάρα μητέρα: Πρωτάρικο μοσχάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»